- προσυπαναπτύσσω
- Ααναπτύσσω, εκθέτω λεπτομερώς κάτι επιπροσθέτως ή ερμηνεύω κάτι ακόμα («μετὰ τῶν ἄλλων ἐπὶ τοῡ βήματος προσυναπαπτύσεις τὰ γράμματα», Λιβάν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ὑπαναπτύσσω «εξηγώ, ερμηνεύω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσυπαναπτύσσῃς — προσυπαναπτύσσω unfold besides pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)